φελλί

φελλί
το см. φελί

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "φελλί" в других словарях:

  • φελλί — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται NA της πόλης των Γρεβενών, κοντά στη δεξιά όχθη του Αλιάκμονα. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (58 τ. χλμ.). * * * το, Ν βλ. φελί …   Dictionary of Greek

  • φελί — και παλ. τ. φελλί, το, Ν 1. πλατύ και επίμηκες τεμάχιο ψωμιού, μεγάλου καρπού ή και αντικειμένου, φέτα 2. σκελίδα μανταρινιού ή πορτοκαλιού 3. ορθογώνιο ή ρομβοειδές τεμάχιο εδέσματος ή γλυκίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφέλλι ον* «μικρή μάζα,… …   Dictionary of Greek

  • felie — FELÍE, felii, s.f. Bucată (cu suprafaţa plană) tăiată dintr un întreg (de obicei dintr un aliment). – Din ngr. feli. Trimis de RACAI, 21.11.2003. Sursa: DEX 98  felíe s. f., art. felía, g. d. art. felíei; pl. felíi, art. felíile …   Dicționar Român


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»